ὑποτακτικάς — ὑποτακτικά̱ς , ὑποτακτικός post positive fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτακτικός — ή, ό / ὑποτακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, ή, ό, Ν [ὑποτάσσω] το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική γραμμ. η έγκλιση τού ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ … Dictionary of Greek
στρούγγα — και στρούγκα, η, Ν 1. μαντρί, στάνη 2. συνεκδ. ποίμνιο, κοπάδι 3. μτφ. (σκωπτικά) σύνολο οπαδών που ακολουθούν τυφλά και υποτακτικά τον αρχηγό τους 4. «μπήκε [ή κλείστηκε] στη στρούγγα» μτφ. υποτάχθηκε τυφλά στα άνωθεν κελεύσματα μαζί με τους… … Dictionary of Greek
υποταγή — η / ὑποταγή, ΝΜΑ [ὑποτάσσω] 1. καθυπόταξη, υποδούλωση (α. «η υποταγή τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ ἄνευ κινδύνου ὑποταγή», Δίον. Αλ.) 2. εκούσια συγκατάθεση, υπακοή (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ… … Dictionary of Greek